- μεροποιός
- μεροποιόςcreating partsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεροποιός — μεροποιός, όν (Μ) αυτός που δημιουργεί μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + ποιός*] … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
μεροποιούμαι — μεροποιοῡμαι, έομαι (Μ) [μεροποιός] παίρνω μέρος, μετέχω, συμμετέχω … Dictionary of Greek